γιανίτσαρος

γιανίτσαρος
ο
βλ. γενίτσαρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γιανίτσαρος — ο βλ. γενίτσαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενίτσαρος — και γιανίτσαρος και γιανίτσαρης και γενίτσαρης και γενίτσερος, ο (Μ γιανίτσαρος) στρατιώτης τού ειδικού εκείνου σώματος τουρκικού πεζικού το οποίο αποτελούσαν εξισλαμισμένα παιδιά χριστιανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yeni ceri «νέος στρατός»] …   Dictionary of Greek

  • γιανιτσάραγας — ο ο αρχηγός τών γενιτσάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιανίτσαρος + αγάς] …   Dictionary of Greek

  • γενίτσαρος — γενίτσαρος, ο και γιανίτσαρος, ο (λ. τουρκ.) 1. εξισλαμισμένος χριστιανός στη διάρκεια της τουρκοκρατίας που προοριζόταν για τον τουρκικό στρατό. 2. μτφ., αυτός που γίνεται φανατικός διώκτης των παλιών ομοϊδεατών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”